< ἀλευροπράτης
ἀλευρότ(τ)ησις >
ἀλε[υρό]πωλις
,
-ιδος
de la venta de harina
στωία
IG
12(2).14.12 (Mitilene III a.C.) (dud., quizá l. ἀ λεκ[ανό]π-, cf.
SEG
26.878).